ὀξυφωνότερα

ὀξυφωνότερα
ὀξύφωνος
shrillvoiced
neut nom/voc/acc comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀξυφωνοτέρα — ὀξυφωνοτέρᾱ , ὀξύφωνος shrillvoiced fem nom/voc/acc comp dual ὀξυφωνοτέρᾱ , ὀξύφωνος shrillvoiced fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξύφωνος — η, ο (Α ὀξύφωνος, ον) αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή («ὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο αρχ. αυτός που έχει λεπτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”